πουλύπους

πουλύπους
πουλύπους, ,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πουλύπους — ποδος, ὁ, Α βλ. πολύποδας …   Dictionary of Greek

  • πουλύπους — πολύπους 2 poulp masc nom/voc sg (attic) πολύπους 2 poulp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”